- εμπόνημα
- ἐμπόνημα, το (AM)1. ό,τι αποκτήθηκε με την εργασία, ιδίως τη γεωργική2. η γεωργική βελτίωση που κατορθώθηκε με την εργασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπονημάτων — ἐμπόνημα agricultural improvements neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπονήματα — ἐμπόνημα agricultural improvements neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)